- καββαλιστικός
- και καμπαλιστικός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καββάλα ή στους καββαλιστές2. συνεκδ. ακατανόητος, μυστηριώδης, γριφώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cabalistic (< cabalist «καββαλιστής»). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ειρηναίο Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.